16.3.08

Τι ζώον που είναι κι αυτός ο άνθρωπος !!!



Η Παρούσα δημοσίευση είναι ένας αντίλογος προς αναζήτηση της αλήθειας,
στην δημοσίευση του http://whispering-planet.blogspot.com/2008/03/blog-post_9524.html
με τίτλο «Τι Ζωο και ο ανθρωπος!!»

1

Πάνε τώρα λίγες μέρες που είχε γεννήσει 4 όμορφα λυκάκια. Ήταν μέρες νηστική και διψασμένη και εξαντλημένη από την γέννα Έπρεπε οπωσδήποτε να φάει κάτι και να πιει νερό γιατί δεν μπορούσε να κατεβάσει γάλα να ταΐσει τα λυκάκια της. Βγήκε μέχρι την είσοδο της τρύπας και συνάντησε το ταίρι της. Ήταν και αυτός το ίδιο νηστικός και διψασμένος. Με μια ματιά συνεννοηθήκαν ότι έπρεπε πλέον να βγουν οπωσδήποτε για κυνήγι και νερό.

Θυμήθηκε την λύκαινα μάνα της που της έλεγε ότι παλιά τα ρυάκια εκεί ψηλά στο βουνό που ζούσαν, ήταν γεμάτα νερό. Τώρα τα ρυάκια είχαν λίγο νερό σε κάτι γούρνες, αραιά και πού, αλλά δεν μπορούσαν να πάνε εκεί να πιούν νερό, γιατί σε κάθε τέτοια γούρνα με το λιγοστό νερό, οι τσοπάνηδες είχαν στήσει τις στρούγκες τους με τα πρόβατα και τα τσοπανόσκυλα, για να είναι τα πρόβατά τους κοντά στο λιγοστό νερό. Λές και το νερό ήταν αποκλειστικά δικό τους.
Να κατέβαιναν πιο κάτω που το νερό θα ήταν περισσότερο, ήταν επικίνδυνο, γιατί ο τόπος ήταν γεμάτος δρόμους, σπίτια και κοπάδια από αδέσποτα τσοπανόσκυλα που θα τους έπαιρναν αμέσως χαμπάρι.

Γνώριζαν πως λίγο πιο πέρα ήταν ένα κοπάδι αγριογούρουνα. Δεν μπορούσαν όμως να πλησιάσουν κοντά γιατί οι γουρούνες που κι αυτές είχαν γεννήσει αυτή την εποχή της άνοιξης, ήταν πολύ επικίνδυνες και επιθετικές. Όχι, θα ήταν λάθος τους να τα βάλουν με τα γουρούνια τώρα που είναι και οι δυό τους νηστικοί και διψασμένοι, και επιπλέον η λύκαινα ήταν και εξαντλημένη από την γέννα και τον θηλασμό.

Και πάλι θυμήθηκε την λύκαινα μάνα της που της έλεγε πως παλαιότερα ζούσε σε μεγάλο κοπάδι από λύκους, που δεν φοβόντουσαν τίποτα, γιατί σε μεγάλη απόσταση από τον βιότοπό τους δεν υπήρχε ούτε άνθρωπος ούτε καν δρόμος. Ζούσαν ελεύθερα σαν άρχοντες, μεγάλωναν με ασφάλεια τα παιδιά τους και μπορούσαν ως μεγάλες αγέλες να κυνηγούν άφοβα τα αγριογούρουνα.
Τώρα όμως οι λύκοι της αγέλης είχαν σκοτωθεί ένας - ένας από τους κτηνοτρόφους που εγκαταστάθηκαν στα μέρη τους. Άλλοι λύκοι πιαστήκαν σε λυκοπαγίδες, αυτές τις τεράστιες σιδερένιες δαγκάνες, άλλοι ξεσκίστηκαν από τα τεράστια τσοπανόσκυλα, άλλοι (οι περισσότεροι) δηλητηριάστηκαν, και άλλοι τουφεκίστηκαν καθώς προσπαθούσαν να πλησιάσουν τα πρόβατα.

Παρόλα αυτά, η περίπτωση να έπιαναν απόψε κάποιο μικρό αρνάκι ήταν η πιθανότερη. Θα πήγαιναν αντίθετα στον αέρα για να μην τους μυρίσουν τα τσοπανόσκυλα, κοντά στον νερόλακκο που είχαν ξαπλώσει τα πρόβατα, και κάποιο θα έβρισκαν που θα είχε ξεκόψει από το κοπάδι.
Και πράγματι, ένα άσπρο αρνάκι καθόταν πιο πέρα από το κοπάδι. Πλησίασαν αργά και δύο, και όταν ήσαν πολύ κοντά … τότε όρμισαν. Σημάδευαν τον λαιμό του αρνιού αλλά αυτό τελευταία στιγμή τινάχτηκε και ο αρσενικός λύκος το έπιασε από την κοιλιά. Το μαλακό δέρμα της κοιλιάς του αρνιού σκίστηκε και τα άντερά του ξεχύθηκαν. Αυτό άρχισε να βελάζει δυνατά. Η λύκαινα το έπιασε από το λαιμό και το έσφιγγε δυνατά για να το πνίξει και να πάψει να βελάζει, για να μην έρθουν τα τσοπανόσκυλα.
Ήταν όμως αργά. Δυό ασπρόμαυρα τέρατα φάνηκαν να τρέχουν προς το μέρος τους. Κι άλλο ένα, κι άλλο … οκτώ τσοπανόσκυλα. Παράτησαν το μισοπεθαμένο αρνί και άρχισαν να τρέχουν προς τα δένδρα. Αλλά οι λύκοι ήσαν διψασμένοι, νηστικοί και εξαντλημένοι, ενώ τα τσοπανόσκυλα χορτάτα και δυνατά.

Πρόλαβαν την λύκαινα που ήταν και η πιο εξαντλημένη. Το ένα την έπιασε από το πόδι δυνατά και της έσπασε το κόκαλο. Ταυτόχρονα το άλλο την έπιασε από τον λαιμό. Ούρλιαξε από τον φόβο και τον πόνο …
Το ταίρι της γύρισε πίσω και αρπάχτηκε μαζί τους. Τα σκυλιά την άφησαν όταν τους χίμηξε το ταίρι της, και αυτή βρήκε τον χρόνο να το σκάσει πιο βαθιά στα δένδρα.

Ανέβηκε πιο πάνω σε ένα ξέφωτο και κοίταξε πίσω της. Είδε τον αγαπημένο της, κατακόκκινο, να τον τραβάνε τα τσοπανόσκυλα σαν πατσαβούρα Είδε να τον κάνουν κομμάτια και άκουσε την τελευταία του πνιχτή κραυγή. Είχε μείνει πλέον μόνη της. .
Από τον λαιμό της έτρεχε συνέχεια αίμα. Το τσοπανόσκυλο που την δάγκωσε στο λαιμό της είχε κόψει την αορτή. Το αίμα έτρεχε γρήγορα με πίεση και το πόδι της ήταν σπασμένο και πονούσε.
Σύρθηκε μέχρι την φωλιά της. Τα λυκάκια πεινούσαν και διψούσαν και έτρεξαν αμέσως να βυζάξουν, αλλά η μάνα τους δίχως φαγητό και δίχως νερό δεν είχε κατεβάσει γάλα. Άρχισαν να πίνουν το αίμα που έτρεχε γλύφοντάς το. Κάτι είναι και αυτό σκέφτηκε η μάνα τους.
Το αίμα της χυνόταν και άδειαζε και αυτή άρχισε να κρυώνει. Όλο και πιο πολύ. Αισθάνθηκε αδύναμη. Ήθελε να κοιμηθεί. Σε λίγο κοιμήθηκε βαθιά, πολύ βαθιά. Και δεν ξαναξύπνησε ποτέ πιά.

2
Το πρωί ο τσοπάνης είδε το κουρελιασμένο κουφάρι. «Μπράβου παλικάρια μ» είπε.
Το ίδιο βράδυ μάντρωσε όλα του τα πρόβατα στην στρούγκα, αλλά αυτή την φορά έκλεισε μέσα και τα τσοπανόσκυλα ώστε όλη τη νύκτα να μην μπορούν να βγουν έξω.
Έξω από το μαντρί έβαλε τρεις κουβάδες γάλα, κέρασμα για τους λύκους που ίσως να έρχονταν και πάλι απόψε. Κέρασμα … γάλα ανακατεμένο με φυτοφάρμακο, δηλαδή φόλα.

3
Η λύκαινα κοιμήθηκε βαθιά. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε να ανεβαίνει προς τα πάνω. Ξαφνιάστηκε, άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε κάτω. Είδε τον εαυτό της να κοιμάται. Είδε τα αγαπημένα της λυκάκια να ροκανίζουν το σπασμένο της ποδάρι.
Μύριζε και το πόδι της την ίδια μυρωδιά όπως αυτό που τους έδωσε να πιούν από τον λαιμό της, αλλά αυτό είχε τώρα σταματήσει να τρέχει. Αυτά πεινούσαν και η σάρκα της μάνας τους ήταν το μόνο που είχαν στην φωλιά τους.

Μετά φύσηξε αέρας και την πήρε μακριά σαν να ήταν πούπουλο. Βρέθηκε σε ένα μέρος με πολλά σπίτια και πάρα μα πάρα πολλά φώτα και πολλούς ανθρώπους.
Είδε σε ένα κτήριο μια τεράστια φωτογραφία με το κεφάλι ενός λύκου. Κάτω από την φωτογραφία είδε σε μια πόρτα το ταίρι της που την φώναζε μέσα. Προχώρησε μέσα στο δωμάτιο. «Άκου» της είπε. Οι άνθρωποι εκεί ανησυχούσαν για την τύχη των λύκων.
Πρέπει να απαγορευτεί το κυνήγι τους έλεγαν
Αίσχος στους κυνηγούς φώναζαν και ξαναφώναζαν.

«Μα τι ζώα είναι αυτοί οι άνθρωποι τέλος πάντων», είπε εκείνη.
«Ακόμα και όταν θέλουν πραγματικά να κάνουν κάτι καλό, δεν έχουν μυαλό να καταλάβουν τι ακριβώς πρέπει να κάνουν. Στα μέρη μας κυνηγούς δεν είδαμε ποτέ. Στα μέρη μας το κυνήγι απαγορευόταν, αλλά δεν απαγορευόταν το να γεμίσει ο βιο-τόπος μας με πρόβατα, τσοπάνηδες και τσοπανόσκυλα, δρόμους, ξενοδοχεία και “φυσιολάτρες”».

«Πάμε» του είπε, «πάμε ψηλά, μακριά από τον πλανήτη των ηλιθίων»
«Περίμενε λίγο» της είπε εκείνος. «Σε λίγες μέρες θα έρθουν εδώ και τα παιδιά. Περίμενε να ανέβουμε όλοι μαζί»




Δείτε εδώ ένα βίντεο με τσοπανόσκυλα που έχουν πιάσει ένα λύκο.